- επίτριψη
- η (Α ἐπίτριψις) [επιτρίβω]τριβή, φθοράαρχ.1. (για ποταμό) ρους, ροή («ἀροῡσιν οἱ ποταμοὶ ἐπιτρίψεις αὐτῶν», ΠΔ)2. πάπ. καταστροφή, ὁλεθρος, πίεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτρίψῃ — ἐπιτρίψηι , ἐπίτριψις wearing away fem dat sg (epic) ἐπιτρί̱ψῃ , ἐπιτρίβω rub on the surface aor subj mid 2nd sg ἐπιτρί̱ψῃ , ἐπιτρίβω rub on the surface aor subj act 3rd sg ἐπιτρί̱ψῃ , ἐπιτρίβω rub on the surface fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)